ενδεικνύω

ενδεικνύω
(αόρ. ενέδειξα, παθ. αόρ. ενεδείχθην) μετ. показывать, указывать на..., служить признаком, означать;

ενδεικνύομαι

1) — требоваться, быть необходимым; — быть диктуемым;

η κυβέρνησις θα λάβει τα ενδεικνύόμενα μέτρα — правительство примет необходимые меры;

2) мед. быть показанным;

η κινίνη ενδεικνύεται κατά της ελονοσίας — хинин показан при малярии;

3) απρόσ. нужно, необходимо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενδεικνύω" в других словарях:

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδεικνύω — ἐνδείκνυμι mark pres subj act 1st sg ἐνδείκνυμι mark pres subj act 1st sg ἐνδείκνυμι mark pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • ενδεδειγμένος — η, ο βλ. ενδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • φιλενδείκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να επιδεικνύεται, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐνδείκτης (< ἐνδεικνύω «δείχνω, φανερώνω»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»